- παρεμπλοκή
- ἡ, ΜΑ [παρεμπλέκω]1. το να περικλείεται, να συμπεριλαμβάνεται κανείς ή κάτι σε κάτι άλλο2. (μηχαν.) εμπλοκή τών δοντιών τροχού3. στρατ. η ένταξη ελαφρώς οπλισμένων στρατιωτών μεταξύ οπλιτών4. α) παρεμβολήβ) διηγηματική παρεμβολή, σύμπλεξη στο μέσον επεισοδίου5. παραγέμισμα, υπερβολική συσσώρευση6. μαγειρικό παρασκεύασμα με το οποίο γεμίζεται το κύριο μαγείρευμα, η γέμιση.
Dictionary of Greek. 2013.