παρεμπλοκή

παρεμπλοκή
ἡ, ΜΑ [παρεμπλέκω]
1. το να περικλείεται, να συμπεριλαμβάνεται κανείς ή κάτι σε κάτι άλλο
2. (μηχαν.) εμπλοκή τών δοντιών τροχού
3. στρατ. η ένταξη ελαφρώς οπλισμένων στρατιωτών μεταξύ οπλιτών
4. α) παρεμβολή
β) διηγηματική παρεμβολή, σύμπλεξη στο μέσον επεισοδίου
5. παραγέμισμα, υπερβολική συσσώρευση
6. μαγειρικό παρασκεύασμα με το οποίο γεμίζεται το κύριο μαγείρευμα, η γέμιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρεμπλοκῇ — παρεμπλοκή fitting in fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπλοκή — fitting in fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπλοκῆς — παρεμπλοκή fitting in fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπλοκήν — παρεμπλοκή fitting in fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεισπλοκή — ἡ, Α παρεμπλοκή, επί πλέον εμπλοκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰς + πλοκή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”